ἄρριχος — wicker basket masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρίχω — ἄρριχος wicker basket masc/fem nom/voc/acc dual ἄρριχος wicker basket masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρίχοις — ἄρριχος wicker basket masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρίχου — ἄρριχος wicker basket masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρίχους — ἄρριχος wicker basket masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρίχων — ἄρριχος wicker basket masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρριχοι — ἄρριχος wicker basket masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρριχον — ἄρριχος wicker basket masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρσος — μύρσος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με τα μάραθον, μόργος δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ.] … Dictionary of Greek
σύριχος — και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α συρίσκος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών… … Dictionary of Greek